Παρακολουθώ με ιδιαίτερη ανησυχία την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων κομμάτων με επίκεντρο τις επιλογές των ηγεσιών τους για τις θέσεις των δημάρχων.
Αφού κατέληξαν όπου κατέληξαν (μετά από οργιώδες κομματικό ηγετικό παρασκήνιο) τώρα προσπαθούν να φανατίσουν τους οπαδούς και ψηφοφόρους τους. Πώς άλλωστε θα αντιμετωπίσουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών γι’ αυτό το παρασκηνιακό παιχνίδι και το «πάρε – δώσε»; Μόνο με το φανατισμό που λειτουργεί ως οδοστρωτήρας της λογικής σκέψης και της κριτικής στάσης μπορεί να γίνει αυτό. Γι’ αυτό και οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων ακολουθώντας την παλιά δοκιμασμένη συνταγή, επιχειρούν να ανεβάσουν τον κομματικό πατριωτισμό των ψηφοφόρων τους.
Έτσι ελπίζουν να αντιμετωπίσουν την προβλεπόμενη αποχή αδιαφορώντας εάν έτσι ενισχύουν τη συνολική απαξίωση και την αποστροφή των πολιτών. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η συσπείρωση και η διατήρηση (ή η μείωση των απωλειών) των κομματικών ψήφων.
Βέβαια όλοι πρέπει να καταλάβουν ότι τα μεγάλα κόμματα, δηλαδή τα κόμματα εξουσίας, δεν ενοχλούνται από την αποχή. Έχουν – νομίζουν – τους μηχανισμούς να πειθαναγκάσουν τους κομματικούς τους ψηφοφόρους και να συνεχίζουν να διεκδικούν μέρος ή το όλον της εξουσίας. Παραστατικά θα έλεγα ότι ακόμα και ένας ψηφοφόρος να πάει στις κάλπες – όπως είναι σήμερα η εκλογική νομοθεσία σε όλες τις «δημοκρατικές» πολιτείες – αρκεί η δική του ψήφος (έναντι του 99.9% της αποχής), για να καθορίσει το αποτέλεσμα και να δώσει την εξουσία στον υποψήφιο (πρόσωπο ή κόμμα) που επέλεξε. Χαρακτηριστικό και υπαρκτό παράδειγμα αποτελούν χώρες που ψηφίζουν μόνο το 30 μέχρι 40 τοις εκατόν των ψηφοφόρων. Η δημοκρατία «λειτουργεί», εκλέγονται βουλευτές, δήμαρχοι και πρωθυπουργοί και… η ζωή συνεχίζεται.
Ας μην μας ξενίζει λοιπόν η διαπίστωση ότι τα μεγάλα κόμματα «συνεργάζονται» για να σπείρουν την πόλωση ακόμα κι αν αυτό ενδεχομένως να «διώξει» κάποιους ψηφοφόρους από τις κάλπες.
Στο τέλος όμως αυτό που θα συμβεί θα θυμίζει κάτι από τα ίδια. Τα κόμματα θα αποτρέψουν τους πολίτες να προβληματιστούν για το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Όχι μόνο δεν θα γίνει συζήτηση για τα μεγάλα προβλήματα της ποιότητας ζωής των δημοτών ανά δήμο, αλλά δεν θα γίνει και σε επίπεδο κομμάτων συζήτηση για το σημαντικό αυτό τομέα της δημόσιας ζωής και της πολιτικής.
Εγώ, θεωρώ πολύ σημαντικό, να καταθέσω εμπράκτως και με εποικοδομητικό τρόπο την αντίθεση μου σ’ αυτήν την προοπτική. Καταθέτω εισήγηση για ένα γόνιμο πολιτικό διάλογο για την πρόταση που διαθέτει ο κάθε πολιτικός χώρος για την τοπική αυτοδιοίκηση. Για παράδειγμα και δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα σ’ αυτόν τον ευγενή πολιτικό αγώνα, ως Οικολόγος θεωρώ ότι η Πράσινη Πολιτική Πρόταση για την Τοπική Αυτοδιοίκηση περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση εκείνων των παραγόντων που καθορίζουν τη διαχείριση των κοινών σε τοπικό επίπεδο. Το περιβάλλον, η υγεία, η κοινωνική συνοχή αλλά και η δημοκρατική διάρθρωση των τοπικών κοινωνιών μαζί με στοιχεία πολιτικής για τα κοινωνικά ζητήματα και τον πολιτισμό, αντιμετωπίζονται με μια ολότελα καινούργια εναλλακτική μέθοδο. Στηρίζεται στην επίτευξη της αειφορίας στην ανάπτυξη και στις πρακτικές της διοίκησης, με σχεδιασμούς που θα εγγυώνται την βιωσιμότητα των ανθρώπινων κοινοτήτων. Εξάλλου, η ευρωπαϊκή ταυτότητα της Κύπρου θέτει για την Τοπική Αυτοδιοίκηση ορισμένες ποιοτικές προϋποθέσεις που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος, τα δικαιώματα του πολίτη, την στήριξη των φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης από την Πολιτεία κλπ, τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη. Η Οικολογία προτείνει ολοκληρωμένες θέσεις και προτάσεις για τα προβλήματα της ποιότητας της ζωής, της δημοκρατίας, της υγείας και της ασφάλειας σε τοπικό επίπεδο, στο πιο κοντινό στον πολίτη επίπεδο λήψης αποφάσεων.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί το πλέον κατάλληλο επίπεδο διαχείρισης της εξουσίας για την εφαρμογή μορφών αντιπροσώπευσης και διοίκησης άμεσης δημοκρατίας. Ο πολίτης μέσα από συγκεκριμένους θεσμούς πρέπει να μπορεί να συμμετέχει άμεσα στη διαμόρφωση των αποφάσεων που τον αφορούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου