Η αγροτική τάξη (όπως καταγράφεται στο τίτλο του θέματος) είναι κυρίως οι ίδιοι οι άνθρωποι της Κύπρου που ασχολούνται με τις αγροτικές δραστηριότητες (γεωργοί, κτηνοτρόφοι, αλιείς κλπ). Δεν είναι μόνο αριθμοί (συμμετοχή στο ΑΕΠ, πραγματικό κατά εργάτη εισοδήματα, έσοδα κλπ).
Ως Οικολόγοι θεωρούμε ότι είναι ίσως πολύ αργά να αναστραφεί η φθίνουσα πορεία της Κυπριακής αγροτιάς. Μετά το κτύπημα του ξεριζωμού του ’74 και της βίαιης αστικοποίησης της πλειοψηφίας του αγροτικού πληθυσμού, την στροφή των Κυπρίων σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. τουρισμός, υπηρεσίες κλπ), ήρθε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία προκάλεσε την τελευταία (και ίσως ύστατη) κρίση στην Κυπριακή αγροτιά.
Η αγροτική τάξη της Κύπρου φαίνεται να αντιμετωπίζει βαθειά κρίση μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τα αίτια της κρίσης αυτής αναζητούνται συνήθως σε εξωγενείς παράγοντες όπως η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, η κατάργηση (ή περιορισμός) των επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αύξηση της τιμής πολλών αγροχημικών προϊόντων, οι περιορισμοί που τέθηκαν σε σχέση με την υγιεινή των παραγόμενων τροφίμων και τις προδιαγραφές εμπορίας, οι κλιματικές αλλαγές, η έλλειψη νερού, κ.ο.κ.
Είναι η άποψη μου και θέση του Κινήματος Οικολόγων Περιβαλλοντιστών της Κύπρου, ότι οι περισσότερες από τις εξελίξεις αυτές ήταν προβλέψιμες. Δυστυχώς οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν ανέλαβαν την πολιτική ευθύνη να προβούν στην αναγκαία προετοιμασία. Σε αυτό συνέβαλε και η απροθυμία των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αγροτών να υιοθετήσουν μια πιο ριζοσπαστική πολιτική έναντι των προδιαγραμμένων εξελίξεων.
Όλοι γνώριζαν ότι η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγούσε σε κρίση τη γεωργική παραγωγή. Οι επιδοτούμενες και παροχοδίαιτες καλλιέργειες, οι δραστηριότητες που δεν είναι ανταγωνιστικές, ο κρατικός προστατευτισμός και άλλα παρόμοια επί των οποίων στηρίχθηκε για χρόνια η ευημερία των αγροτών μας, είχαν ημερομηνία λήξης.
Δεν έγιναν οι απαιτούμενες αλλαγές. Όσοι καθόριζαν αγροτικές πολιτικές παρέλειψαν να προωθήσουν την απεξάρτηση από το πετρέλαιο και τα αγροχημικά προϊόντα. Η βιολογική καλλιέργεια ήρθε στην Κύπρο μετά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα σημειώνει αλματώδη αύξηση (η Κύπρος κατατάσσεται πρώτη σε ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας τα τελευταία 5 χρόνια ανάμεσα στις 27 χώρες της Ευρωπαϊκή Ένωσης) αλλά ίσως να είναι πολύ αργά. Αργά είναι σίγουρα για την οικολογική κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα όσον αφορά την κτηνοτροφία μαστίζεται από ασθένειες που έχουν γενετικό χαρακτήρα και δύσκολα αντιμετωπίζονται. Οι παραδοσιακές ράτσες, αντικαταστάθηκαν χωρίς πολύ σκέψη, από ράτσες που αποδείχτηκαν λιγότερο ανθεκτικές σε γενετικές ασθένειες. Άργησε πάρα πολύ η εφαρμογή προγραμμάτων αντιμετώπισης των ασθενειών αυτών καθώς – και ακόμα περισσότερο – η ενίσχυση και επαναφορά των τοπικών κυπριακών φυλών ζώων.
Η άκρατη ανάπτυξη της λεγόμενης «ερασιτεχνικής αλιείας» υπέσκαψε τα αλιευτικά αποθέματα, υποβάθμισε το θαλάσσιο περιβάλλον και οδήγησε του επαγγελματίες αλιείς στα όρια της εξαφάνισης.
Προγράμματα σύζευξης της αγροτικής παραγωγής και της προστασίας του περιβάλλοντος άρχισαν να εφαρμόζονται μόλις το 2004 (με το πρώτο σχέδιο Ενιαίας Αγροτικής Ανάπτυξης 2004 – 2009). Δεν εφαρμόστηκαν οι σύγχρονες ενεργειακές μέθοδοι (ΑΠΕ) στην γεωργική παραγωγή. Δεν έγινε αλλαγή των καλλιεργειών με γνώμονα την ανταγωνιστικότητα και την εξοικείωση με τις συνθήκες της Κύπρου (π.χ. έλλειψη νερού). Καταγράφουμε επίσης την απουσία προγραμμάτων περιφερειακής διακίνησης και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων. Μικρές βιοτεχνίες μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων, αγροτουριστικές μονάδες ή μονάδες ψυχαγωγικού χαρακτήρα (π.χ. θεματικά πάρκα) δεν έγιναν ή δεν έγιναν αρκετά έγκαιρα και σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτρέψουν την αποψίλωση της υπαίθρου από το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την απουσία για χρόνια προγραμμάτων ενίσχυσης της παραμονής των νέων ανθρώπων και των ζευγαριών / οικογενειών στην ύπαιθρο. Αντίθετα ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η αγροτική παραγωγή – και προπάντος η κτηνοτροφία – στηρίχθηκε στην οικονομία της έντασης βασισμένη σε εισαγόμενο ανθρώπινο δυναμικό, γεγονός που μπορεί να αποτελεί πρόσκαιρη «λύση ανάγκης» αλλά μακροχρόνια υποβαθμίζει την ποιότητα της παραγωγής και καθιστά περαιτέρω απροσπέλαστη και αφιλόξενη δραστηριότητα για τους Κύπριους την ενασχόληση με την γεωργία και την κτηνοτροφία.
Ιδιαίτερα σκληρές γίνονται οι συνθήκες για τις Κύπριες αγρότισσες οι οποίες φαίνεται να έχουν ιδιαίτερα πληγεί από την κρίση της αγροτικής τάξης.
Το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών στηρίζει το όραμα για μια οικολογική ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, που να βασίζεται στο σεβασμό της φύσης και στην προσαρμογή στα μέτρα και τις δυνατότητες του τόπου. Η μετρημένη και ισοζυγισμένη αγροτική ανάπτυξη οδηγεί στην αειφορία.
Εισηγούμαστε την στήριξη της εγκατάστασης και δραστηριοποίησης νέων ανθρώπων στην ύπαιθρο, την υποστήριξη του αγροτικού εισοδήματος, την προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών και άλλων ευκολιών (υγεία, παιδεία, ψυχαγωγία) σε όλους τους κατοίκους της υπαίθρου (κάθε ηλικίας).
Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής πρέπει να στηρίζεται στην ανάπτυξη των αγροτικών οικισμών και κοινωνιών, μακριά από την εντατική μονοκαλλιέργεια, τις γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες και ράτσες, τα φυτοφάρμακα, τις ενεργοβόρες και υδροφόρες καλλιέργειες.
Η φύση, μπορεί να θρέψει τους ανθρώπους. Αρκεί να την εμπιστευτούμε και να την αγαπήσουμε. Η συσσώρευση του πλούτου και η ανισότητα της κατανομής του, δεν μπορεί να αποτελεί τη λύση ή το στόχο της αγροτικής ανάπτυξης σε τοπική ή παγκόσμια κλίμακα.
Γιώργος Περδίκης
Βουλευτής
Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου